-
1 κατ-α-σωτεύω
κατ-α-σωτεύω, durch liederliches Leben (s. ἄσωτος) verbringen, Sp.; im med., τὰς ἰδίας οὐσίας Ios.
-
2 προσαναλίσκω
A lavish or consume besides, καὶ τὰ τῶν φίλων π. Pl.Prt. 311d;τὰς ἰδίας οὐσίας D.20.10
, cf. D.C.43.18;π. οὐκ ὀλίγα χρήματα IG22.834.7
; π. χρόνον ἱστοῖς waste further time on.., D.L.6.98;μισθούς τινι Porph.Abst.1.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναλίσκω
-
3 λειτουργέω
λειτουργ-έω, earlier [dialect] Att. [full] λητουργέω IG22.1147.6 (iv B.C.), etc. ( λειτ- 22.665.11 (282 B.C.)): [tense] pf.I at Athens, serve public offices at one's own cost, And.1.132, al., D.27.64: c. acc. cogn.,λ. τὰ προσταττόμενα Is.6.61
;δύο λειτουργίας D.50.9
, cf. Lys.3.47; λ. ὑπέρ τινος serve these offices for another, Is.3.80, 6.64; τὰ λελειτουργημένα public services performed, D.21.169.II generally, perform public duties, serve the state,τῇ πόλει X.Mem.2.7.6
;ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὑμῖν λ. Isoc.8.13
;τὸ ταῖς οὐσίαις λειτουργοῦν, ὃ καλοῦμεν εὐπόρους Arist.Pol. 1291a34
;τοῖς σώμασιν καὶ τοῖς χρήμασιν λ. Id.Ath.29.5
;λ. τοῖς σώμασιν D.21.165
;τὸ περὶ τὰς ἀρχὰς λ. Arist.Pol. 1291a35
; λ. τῇ πόλει ταύτην τὴν λειτουργίαν ib.37, cf. Plb.6.33.6;λ. πρὸς τεκνοποιΐαν Arist.Pol. 1335b28
;ἄρχειν καὶ λ. POxy.1119.16
(iii A.D.).III generally, serve a master, c. dat., οἱ ἑνὶ λειτουργοῦντες τὰ τοιαῦτα δοῦλοι [εἰσι] Arist.Pol. 1278a12, cf. PSI4.361.15 (iii B.C.), Nic.Dam.4 J.; λ. τρισὶν ἀνδράσιν, of a prostitute, AP5.48 ([place name] Gallus).2 perform religious service, minister,ἐπὶ τῶν ἱερῶν D.H.2.22
;τῷ Κυρίῳ Act.Ap.13.2
, etc. (Written λιτ- in Rev.Et.Anc.32.5 (Athens, i B.C.), etc., cf. λειτούργιον, λειτουργός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειτουργέω
-
4 καρπόω
A bear fruit or bear as fruit, metaph., :—[voice] Pass.,τὰ πλεῖστα τῶν ῥιζοφύτων καρπωθέντα Ocell.1.13
.2 offer by way of sacrifice, LXXLe.2.11; ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, of burnt-offerings, SIG1025.33 (Cos, iv/iii B. C.):—so in [voice] Pass., ib.997.9 ([place name] Smyrna), cf. Hsch.II take as fruit or produce, LXXDe.26.14:—elsewh. in [voice] Med., καρπόομαι get fruit for oneself, i.e.,1 reap crops from, c. acc. rei, [ ἀρούρας] Hdt.2.168; , Supp. 253; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι to crop the land twice a year, Pl.Criti. 118e: metaph., : hence, exhaust, drain, exploit,καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ar.V. 520
, cf. Isoc.4.133,166;οὐσίας D.19.249
.2 enjoy the usufruct or interest of money, ; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι to derive profits from.., Id.1.22;ἔθνη X.HG6.1.12
;ἰδία κ. τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.25.25
; [ πλεονεξίαν] D.23.126: in [tense] pf. [voice] Pass., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος having enjoyed the profits of the shop, Id.27.47: abs., make profit, Ar.Ach. 837.3 enjoy the free use of,τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα Th.2.38
; τὴν τῶν πολεμίων [ Χώραν], τὰς τῶν θεῶν τιμάς, X. Ages.1.34; τὴν οἰκείαν ἀδεῶς κ. D.1.25, cf. 28.4 simply, enjoy,ἄελπτον ὄμμα.. φήμης S.Tr. 204
;τἀμὰ.. λέχη E.Andr. 935
;ἐλευθερίαν Th.7.68
;τὴν σοφίαν Pl.Euthd. 305e
;ἡδονὴν ταύτην Id.Phdr. 252a
, cf. 240a, etc.;ἀσφάλειαν καὶ εὔκλειαν X.Cyr.8.2.22
;τὴν δόξαν τινός D.20.69
;τὴν ἡλικίαν Id.59.19
;δωρεάς Plu.Them.31
: in bad sense,ἰδίας καρποῦσθαι λύπας Hp.Flat.1
;φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν A.Ag. 502
; τὰ ψευδῆ καλά ib. 621; ;ἄπαιδα κ. βίον Id.Fr.571.3
;τὰ μέγιστα ὀνείδη Pl.Smp. 183a
;λοιδορίας Phld.Vit. p.34J.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия